ἀγωνιστικάς — ἀγωνιστικά̱ς , ἀγωνιστικός fit for contest fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
αθλοπαιδιά — η η λ. αποδίδει γενικά στην Ελληνική τον αγγλικό όρο «σπορ» σημαίνει τις σωματικές ασκήσεις ή τα αγωνιστικά παιχνίδια, που αποσκοπούν στην ψυχαγωγία, τη σωματική ευρωστία και τη φυσική αγωγή, σε αντίθεση με τα αθλήματα, που αποβλέπουν στην… … Dictionary of Greek
μαχομένως — (Α) με τρόπο πολεμικό, αγωνιστικά, εριστικά («ψευδῶς ἢ μαχομένως εἴρηται», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από μαχόμενος, μτχ. τού μάχομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
φιλονικηδόν — ΜΑ επίρρ. αγωνιστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλόνικος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν*] … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
Σολομώντα νησιά — Συγκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό, στα Α της Παπούα – Νέα Γουινέα.Tο αρχιπέλαγος των Nησιών του Σολομώντος (Sοlomon Islands), προτεκτοράτο της Aγγλίας ώς την ημέρα που έγινε ανεξάρτητο (7 Iουλίου 1978), περιλαμβάνει τα… … Dictionary of Greek
αγωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αγώνα: Το γυμναστήριο δεν είχε αρκετά αγωνιστικά όργανα. 2. αυτός που έχει την τάση να ανακατεύεται σε πολιτικούς ή κοινωνικούς αγώνες: Ήταν τύπος αγωνιστικός. 3. το θηλ., αγωνιστική ως ουσ., η τέχνη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)